- σκωριοποιία
- σκωριο-ποιία, ἡ,A making of dross, prob. for σκοροπ- in Zos.Alch.p.214B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωριοποιΐα — ἡ, Α δημιουργία σκουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + ποιΐα (< ποιός*)] … Dictionary of Greek